- παρακατιών
- παρά , κατά-εἰμίsumpres part act masc nom sg (doric)παρά-κάτειμιibopres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακατίων — παρακατί̱ων , παρά , κατά ἰόω become imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) παρακατί̱ων , παρά , κατά ἰόω become imperf ind act 1st sg (doric aeolic) παρά , κατά ἰόω become imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) παρά , κατά ἰόω become imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακάτειμι — Α 1. (για λόγο) πηγαίνω πιο κάτω, προχωρώ περαιτέρω 2. (συν. η μτχ. ενεστ. ως επιρρ. φρ.) παρακατιών, οῡσα, όν (σε έγγραφες εκθέσεις) με περαιτέρω συνέχιση, παρακάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κάτειμι «κατέρχομαι, καταβαίνω»] … Dictionary of Greek